Μονμορανσί

Μονμορανσί
(Montmorency). Αριστοκρατική οικογένεια, γνωστή στη Γαλλία από το 10o αι., η οποία υποδιαιρέθηκε αργότερα σε πολλούς κλάδους. Από αυτούς το 1820, με οικογενειακή συμφωνία αναγνωρίστηκαν μόνο τρεις: οι Μονμορανσί, οι Μ. Λουξεμβρούργου και οι Μ. Λουξεμβούργου – Μπομόν. Έδωσαν στην Καθολική Εκκλησία αρκετούς καρδινάλιους, και στη Γαλλία 6 κοντόσταυλους, 12 στρατάρχες, 4 ναυάρχους και πολλούς ανώτερους αξιωματούχους του Στέμματος. Τα γνωστότερα μέλη της οικογένειας ήταν: ο Ματθαίος B’ (πέθανε το 1230), ο λεγόμενος Μέγας Κοντόσταυλος, ο Άννας, πρώτος δούκας, που υπηρέτησε τον Φραγκίσκο A’ στη μάχη του Σαιν-Ντενί εναντίον των Ουγενότων (1567), ο Ματθαίος Φελισιτέ του Μ. Λαβάλ (1766-1826), ο οποίος πολέμησε στο πλευρό των αποίκων της Αμερικής, εξελέγη στις Γενικές Τάξεις, όπου πρότεινε την κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων (4 Αυγούστου 1789) και κατόπιν έγινε ομότιμος της Γαλλίας (1815), υπουργός των Εξωτερικών και πρωθυπουργός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μονμορανσί-Μπουτβίλ, Φρανσουά Ανρί ντε-, δούκας του Λουξεμβούργου — (Francois Henri de Montmorency – Bouteville Παρίσι 1628 – Βερσαλίες 1695). Γάλλος στρατιωτικός. Ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα ως υπασπιστής του πρίγκιπα του Κοντέ, κερδίζοντας τον βαθμό του υποστράτηγου στη μάχη του Λαν (1648). Στη συνέχεια …   Dictionary of Greek

  • Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… …   Dictionary of Greek

  • Γκρετρί, Αντρέ Μοντέστ — (Andre Modeste Gretry, Λιέγη 1741 – Μονμορανσί 1813). Βέλγος συνθέτης. Αφού δοκίμασε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στις σχολές της Λιέγης και της Ρώμης (όπου εγκαταστάθηκε το 1759), πήγε στη Γενεύη (1766) και ύστερα στο Παρίσι (1767), σε μια εποχή… …   Dictionary of Greek

  • Κολινί, Γκασπάρ ντε-, κόμης του Σατιγιόν — (Gaspar de Coligny, compte de Chatillion, Σατιγιόν σιρ Λουί 1519 – Παρίσι 1572). Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Ήταν αρχηγός των Ουγενότων (Γάλλοι προτεστάντες) κατά την πρώτη περίοδο των θρησκευτικών πολέμων. Εισήλθε στην Αυλή σε πολύ νεαρή… …   Dictionary of Greek

  • Λεντού, Κλοντ-Νικολά — (Claude NicolasLedoux, Ντορμάν 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μπλοντέλ· επηρεασμένος από τον δάσκαλό του, ο οποίος ανανέωσε το ενδιαφέρον για τα μνημεία της αρχαιότητας, υπήρξε κλασικιστής και ορθολογιστής αρχιτέκτονας …   Dictionary of Greek

  • Παλισύ, Μπερνάρ — (Palissy, 1510 – 1590). Γάλλος κεραμουργός. Αυτοδίδακτος, αφού εργάστηκε ως εφυαλωτής σε διάφορα μέρη, εγκαταστάθηκε το 1535 στη Σεντ της Σαράντ και μελέτησε νέους τρόπους και τόνους εφυάλωσης των κεραμικών, που έδωσαν λαμπρά αποτελέσματα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”